- επινήχομαι
- ἐπινήχομαι (AM) (Α και δωρ. τ. ἐπινάχομαι)1. κολυμπώ στην επιφάνεια2. επιπλέω, βρίσκομαι στην επιφάνεια3. επαναπαύομαι («ἀθλίοις ἐπινήχεσθαι λογισμοῑς»)αρχ.1. ανέρχομαι, ακούγομαι μέσα από το νερό («παιδὸς ἐπενάχετο φωνά», (Θεόκρ.)2. πλημμυρίζω, κατακλύζω.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + νήχομαι «κολυμπώ», παράλλ. τ. τού νέω (III) «κολυμπώ»].
Dictionary of Greek. 2013.